- μελεδῶνες
- μελεδώνsufferingsfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελεδών — και μεληδών, ῶνος και μελεδώνη, ἡ (Α) 1. μελέτη 2. μέριμνα, φροντίδα («δέεται πολλῆς μελεδῶνος», Ιπποκρ.) 3. στον πληθ. αἱ μελεδῶνες και μελεδῶναι λύπες, έγνοιες, σκοτούρες («πυκιναὶ δὲ μοι ἀμφ ἁδινὸν κῆρ ὀξεῑαι μελεδῶνες ὀδυρομένην ἐρέθουσιν»,… … Dictionary of Greek